καλομίλητος

καλομίλητος
η , ο приветливый, ласковый, любезный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "καλομίλητος" в других словарях:

  • καλομίλητος — η, ο (Μ καλομίλητος, ον) ευπροσήγορος, προσηνής, γλυκομίλητος, πράος …   Dictionary of Greek

  • καλομίλητος — η, ο γλυκομίλητος: Είναι καλομίλητος και όλοι τον αγαπούν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»